Τετάρτη, 6 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήEntertainmentSlavicPunk: Oldtimer Review

SlavicPunk: Oldtimer Review


Έχετε άραγε σκεφτεί πώς θα έμοιαζε το δυστοπικό Λος Άντζελες του Blade Runner ή η Night City του Cyberpunk 2077 αν είχε φτιαχτεί από αρχιτέκτονες της άλλοτε κραταιάς Σοβιετικής Ένωσης; Η πόλη αυτή που κάποτε είχε ένα όνομα, ένα όνομα που σήμαινε κάτι, είναι η τοποθεσία στην οποία η Red Square επιλέγει να χτίσει την παρθενική δημιουργία της, το SlavicPunk: Oldtimer. Όπως και το Cyberpunk 2077, το εν λόγω twin-stick shooter έχει καταβολές από τον χώρο των pen-and-paper role-playing games και συγκεκριμένα από το SibirPunk της Red Square Games. Η τελευταία, η οποία ιδρύθηκε το 2020 από μια ομάδα προγραμματιστών και επενδυτών, δραστηριοποιείται μεταξύ άλλων και στον χώρο των επιτραπέζιων παιχνιδιών.

Το SlavicPunk: Oldtimer, βασίζεται επίσης στο έργο του πολωνού συγγραφέα Michał Gołkowski, και μας αφηγείται την του Yanus, ενός μεσήλικα ιδιωτικού ντετέκτιβ, ο οποίος καλείται να ανακτήσει ένα χαμένο αρχείο για λογαριασμό μιας μυστηριώδους σαγηνευτικής γυναίκας. Ο πρωταγωνιστής φαίνεται ξεκάθαρα ότι είναι τσιμπημένος μαζί της, και ίσως στο παρελθόν αυτοί οι δύο να είχαν κάποια πιο… στενή σχέση, όμως το τρίωρο μόλις campaign του παιχνιδιού δεν μας επιτρέπει να βγάλουμε πιο ασφαλή συμπεράσματα για το ιστορικό υπόβαθρο του ήρωα και των υπολοίπων χαρακτήρων που φευγαλέα από την οθόνη μας, σε μια σειρά από καλαίσθητα 2D cutscenes.

Η φροντίδα με την οποία έχει επιμεληθεί ο κόσμος του παιχνιδιού είναι πραγματικά ασύλληπτη, ειδικά αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι πρόκειται για μια indie εταιρεία ανάπτυξης. Η πόλη του SlavicPunk είναι τόσο βρωμερή και βουτηγμένη στην παρακμή, που η δυσωδία της καταφέρνει να σπάσει τα στεγανά της οθόνης σας και να φτάσει στα ρουθούνια σας, προκαλώντας σας ανατριχίλα και αναγούλα, σαν να μυρίζετε αίμα αναμεμιγμένο με θειάφι. Εδώ δεν χρειαζόμαστε κάποια ιδιαίτερη βοήθεια από τους developers για να καταλάβουμε τι έχει συμβεί, μιας και οι σκληρές εικόνες μιλούν από μόνες τους…

Μιλούν για μια βάναυση μεγαλούπολη, που διακρίνεται για την μπρουταλιστική αρχιτεκτονική της, σαν και αυτή που συναντάμε σε αρκετά τμήματα της σημερινής Βαρσοβίας και αποτελούν ένα αποστεωμένο κατάλοιπο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, για μια πόλη στην οποία οι ολιγάρχες, οι megacorporations, οι διεφθαρμένοι μπάτσοι και οι συμμορίτες, καταδυναστεύουν τον απλό κόσμο, ο οποίος με τη σειρά του αναζητά παρηγοριά στα ναρκωτικά, στην εικονική πραγματικότητα και στις ηδονές της σάρκας. Ένας τέτοιος κακομοίρης είναι και ο ήρωάς σας, εθισμένος στα ναρκωτικά, αμετανόητος λάτρης του ωραίου φύλου και των πλούσιων μπούστων (κατά προτίμηση των φυσικών), θρασύς, αθυρόστομος, αλλά και μπλεγμένος σε μια αέναη πάλη με τους προσωπικούς δαίμονες του.

Κατά τη διάρκεια της σύντομης περιπέτειάς σας, μπορείτε να περιπλανηθείτε ελεύθερα στην πόλη και να βουτηχτείτε στην παρακμή της, αν και δυστυχώς περιορίζεστε κυρίως σε ρόλο παρατηρητή. Παρότι υπάρχουν δεκάδες NPC που περιφέρονται σε αυτήν, όπως πλανόδιοι μικροπωλητές, συμμορίτες και ζητιάνοι, δεν μπορείτε να μιλήσετε με κανέναν από αυτούς. Τον ίδιο ακριβώς ρόλο έχετε και όταν εισβάλλετε σε ένα αποσαθρωμένο κτήριο ή ένα βρωμερό πορνείο, μιας το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να πυροβολήσετε ή να μαχαιρώσετε τους εχθρούς που στέκονται μεταξύ εσάς και του objective σας. Οι κάτοικοι και οι θαμώνες των διαφόρων πολυκατοικιών και μαγαζιών, τρέχουν πανικόβλητοι κάθε φορά που πέφτει πιστολίδι, αλλά παραμένουν ακούνητοι ως γλάστρες, όταν εισβάλλετε στο διαμέρισμά τους ή όταν χακάρετε τον υπολογιστή τους για να θέσετε σε λειτουργία τον συναγερμό και να παρασύρετε τους φρουρούς σε ένα συγκεκριμένο σημείο.

Το στοιχείο του exploration περνά σε δεύτερη μοίρα, κάτι που είναι ιδιαίτερα απογοητευτικό, με δεδομένο ότι ο κόσμος του παιχνιδιού είναι τόσο μαεστρικά δομημένος που προσκαλεί τον παίκτη να τον εξερευνήσει. Το μόνο που θα βρείτε καθώς περιφέρεστε στα παγωμένα σοκάκια, και στα σάπια κτήρια της πόλης είναι κάποια κιβώτια που περιέχουν πυρομαχικά και medpacks. Τα πυρομαχικά είναι ως επί το πλείστον άφθονα, καθώς κάθε εχθρός που σκοτώνετε αφήνει πάντα πίσω τους κάποιες σφαίρες και περιστασιακά ένα medpack, οπότε ουσιαστικά δεν έχετε κίνητρο να αναζητήσετε και να ανοίξετε αυτά τα κιβώτια. Άσε που τις περισσότερες φορές θα αντικρίσετε το μήνυμα “your inventory is full” στην οθόνη σας. Η μοναδική εξαίρεση στον κανόνα είναι το railgun, ένα από τα πιο ισχυρά όπλα στο παιχνίδι, το οποίο έχει μόλις έξι σφαίρες, που αναπληρώνονται μόνο όταν ολοκληρώσετε μια αποστολή ή φορτώσετε κάποιο checkpoint ή auto-save.

Ως γνήσιο twin-stick shooter, το gameplay υιοθετεί τη λογική του point and shoot, βάση της οποίας δεν έχετε παρά να στρέψετε τον αναλογικό μοχλό προς την κατεύθυνση που θέλετε να πυροβολήσετε. Η τακτική αυτή βρίσκει εφαρμογή στις περισσότερες κατηγορίες εχθρών, ωστόσο υπάρχουν και κάποιοι που κρατούν ενεργειακές ασπίδες, που είναι άτρωτες απέναντι στους περισσότερους τύπους πυρομαχικών (εξαιρούνται οι ηλεκτρομαγνητικές σφαίρες). Σε αυτές τις περιπτώσεις καλείστε να αξιοποιήσετε τον μηχανισμό του battlehack, βάση του οποίου εκτελείτε μια σειρά εντολών μέσω του d-pad σας (κατά παρόμοιο τρόπο με τα Stratagems του Helldivers) για να προκαλέσετε ζημιά ή να κάνετε stun τους αντιπάλους σας. Η τεχνική αυτή καταναλώνει ένα σημαντικό μέρος της μπαταρίας των εμφυτευμάτων του ήρωα σας, οπότε θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί με φειδώ. Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι δεν χρειάζεται να έχετε άμεση οπτική επαφή για να εκτελέσετε ένα battlehack, μιας και μπορείτε να το χρησιμοποιήσετε ακόμα και απέναντι σε αντιπάλους που βρίσκονται σε άλλα δωμάτια.

Ο παραπάνω μηχανισμός σε συνδυασμό με τα melee takedowns σε ανυποψίαστους αντιπάλους, σας επιτρέπει να χρησιμοποιήσετε stealth τακτικές για να φέρετε εις πέρας την αποστολή σας. Αρκετά όπλα μάλιστα μπορούν να “φορέσουν” σιγαστήρα, αλλά με δεδομένο ότι είναι αδύνατο να στοχεύσετε τα κεφάλια των εχθρών δεν μπορείτε να βασιστείτε σε αυτά για να τους ξεπαστρέψετε αθόρυβα, μιας και η πρώτη σφαίρα τους ξυπνά από το λήθαργό τους και αρχίζουν να τρέχουν κατά πάνω σας. Πέρα από τους σιγαστήρες, έχετε τη δυνατότητα να ξεκλειδώσετε διάφορα ακόμη upgrades για τα πέντε διαφορετικά όπλα που απαρτίζουν το οπλοστάσιό σας. Λόγου χάρη, το περίστροφο και το SMG σας μπορούν να εξοπλιστούν με EMP σφαίρες, ενώ το assault rifle σας δύναται να εξοπλιστεί με διατρητικές σφαίρες. Πέρα από αυτές τις αναβαθμίσεις, είναι εφικτό να αυξήσετε τη ζημιά των όπλων σας, τον αριθμό των διαθέσιμων πυρομαχικών ή τον χρόνο που απαιτείται για το reload.

Το σύστημα αναβάθμισης του SlavicPunk: Oldtimer, που μεταξύ άλλων σας επιτρέπει να αυξήσετε τα hit points σας, το stamina και τον ρυθμό αναπλήρωσής του, έχει κάποιες ιδιορρυθμίες, ειδικά στην περίπτωση των όπλων. Καταρχήν, τα upgrades έχουν ξεχωριστά grades (I, II και III), που καθορίζουν το πόσο ισχυρές είναι αυτές αναβαθμίσεις, αλλά και πόσα slots καταλαμβάνουν. Πιο συγκεκριμένα, οι αναβαθμίσεις του τρίτου και ισχυρότερου grade καταλαμβάνουν όλα τα διαθέσιμα slots και κατ’ επέκταση μπορείτε να χρησιμοποιήσετε μόνο μία εξ’ αυτών. Το παιχνίδι ποτέ δεν πληροφορεί τον παίκτη για τους κανόνες αυτούς, οπότε είναι πολύ πιθανόν να σπαταλήσετε άσκοπα χρήματα για να αγοράσετε λόγου χάρη όλα τα grade III upgrades του assault rifle σας, μόνο και μόνο για να διαπιστώσετε ότι μπορείτε να χρησιμοποιήσετε μόνο ένα από αυτά.

Ακόμη και η ίδια η διαδικασία της τοποθέτησης των upgrades είναι ιδιόρρυθμη, καθώς πρώτα θα πρέπει να αγοράσετε τις αναβαθμίσεις από τον έναν και μοναδικό vendor που υπάρχει στην πόλη και μετά να αναζητήσετε το ένα και μοναδικό workbench που υπάρχει στην αρχή κάθε αυτόνομου level. Με άλλα λόγια, είναι πολύ πιθανό να ξοδέψετε όλα σας τα χρήματα για αναβαθμίσεις, να μην εντοπίσετε το workbench, και μετά να μπείτε στην μάχη νομίζοντας ότι είστε πανίσχυρος, ενώ στην πραγματικότητα χρησιμοποιείτε τα ίδια ακριβώς όπλα με πριν.

Με δεδομένο ότι το SlavicPunk: Oldtimer διαρκεί μόλις τρεις ώρες και δεν διαθέτει New Game+, είναι αδύνατο να μαζέψετε αρκετά χρήματα για όλες τις αναβαθμίσεις ακόμη και αν σκοτώσετε όποιον εχθρό βρείτε μπροστά σας και προκαλείτε συνεχώς τις δυνάμεις της αστυνομίας. Ποιο το νόημα λοιπόν να υπάρχουν δεκάδες διαφορετικά upgrades αν ο παίκτης δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ούτε το 10% εξ’ αυτών; Χρειάστηκε να ολοκληρώσουμε ένα δεύτερο playthrough μόνο και μόνο για να πειραματιστούμε με τα upgrades και να μπορέσουμε να μεταφέρουμε σε εσάς την εμπειρία μας από το σύστημα των αναβαθμίσεων. Περιττό να αναφέρουμε ότι στο πρώτο μας playthrough ήμασταν γυμνοί στην τελευταία και πιο δύσκολη πίστα, γιατί κάπου πρέπει να υπήρχε κάποιο workbench που διέφυγε της προσοχής μας.

Ευτυχώς, το gunplay είναι από τα καλύτερα που έχουμε συναντήσει στο genre, και διαθέτει επίσης έναν μηχανισμό active reload στα πρότυπα του Gears of War και του Alienation. Μιλώντας για το Alienation, οι μάχες έχουν τον ίδιο φρενήρη, arcade ρυθμό, που βρίσκει τον παίκτη να εκτελεί διάφορες μανούβρες αποφυγής (dodge ή roll) για να γλυτώσει από τα εχθρικά πυρά και στη συνέχεια να πυροβολεί με μανία ότι κινείται. Το μόνο όπλο που μου άφησε αρνητικές εντυπώσεις είναι το SMG, καθώς κάποιες φορές πυροβολούσε σε μικρά bursts, χωρίς να μπορώ να καταλάβω αν πρόκειται για bug ή για κάποιον μηχανισμό του όπλου. Επειδή δεν ήξερα πώς ακριβώς θα συμπεριφερθεί απέφυγα τη χρήση του και κατέφυγα κυρίως στο assault rifle και στην καραμπίνα και στα δύο playthroughs που πραγματοποίησα.

Σε ότι αφορά τον βαθμό πρόκλησης, ίδρωσα μονάχα στο ένα και μοναδικό boss fight στο τέλος του campaign, όπου πέθανα αρκετές φορές μέχρι να μάθω σε ποιους στόχους πρέπει να δώσω προτεραιότητα και σε ποιους όχι. Ενδεχομένως, το Hard επίπεδο δυσκολίας να είναι πιο απαιτητικό, ωστόσο μετά από δύο playthroughs και τη συλλογή όλων των Achievements/Trophies δεν βρήκα ιδιαίτερο λόγο να ασχοληθώ μαζί του. Πριν κλείσω, θα ήθελα να δώσω τα σέβη σε όσους επιμελήθηκαν το soundtrack, μιας και τα EBM, aggrotech και rave μουσικά θέματα ταιριάζουν απόλυτα στο ύφος και τη cyberpunk αισθητική της συγκεκριμένης δημιουργίας.

Το βασίστηκε στη ψηφιακή έκδοση του παιχνιδιού, η οποία μας παραχωρήθηκε από την Red Square Games.

Πέρα από τις σημαντικές αστοχίες στο σύστημα των αναβαθμίσεων, το SlavicPunk: Oldtimer διαρκεί μόλις τρεις ώρες και το διάστημα αυτό δεν είναι αρκετό για να του επιτρέψει να αναδείξει τις αρετές του. Ως φανατικός λάτρης των twin-stick shooters, τολμώ να πω ότι καμιά άλλη εταιρεία ανάπτυξης στον χώρο αυτό δεν έχει δώσει τόσο μεγάλη προσοχή στο lore και στο χτίσιμο ενός γοητευτικού κόσμου, κάτι που πιθανότατα αποδίδεται στην εμπειρία της στα pen-and-paper role-playing games. Εν τέλει όμως όλη αυτή η ομορφιά είναι απίστευτα επιφανειακή, και δεν μπορεί να αναπνεύσει στα στεγανά αυτού του genre. Ειλικρινά ευχόμαστε το SlavicPunk: Oldtimer να αποτελέσει τον προπομπό ενός RPG βασισμένου στο σύμπαν SibirPunk, μέχρι τότε όμως είναι ιδιαίτερα δύσκολο να προτείνουμε έναν τίτλο διάρκειας τριών ωρών, με μηδαμινό replayability, στην τιμή των 22.49€.



VIA: ign.com

Dimitris Marizas
Dimitris Marizashttps://www.cybervista.gr
Αφοσιωμένος λάτρης κινητών Samsung, ο Δημήτρης έχει εξελίξει μια ιδιαίτερη σχέση με τα προϊόντα της εταιρίας, εκτιμώντας τον σχεδιασμό, την απόδοση και την καινοτομία που προσφέρουν. Γράφοντας και διαβάζοντας τεχνολογικά νέα από όλο τον κόσμο.
RELATED ARTICLES

Απάντηση

- Advertisment -

Most Popular

Lastest Articles

- Advertisment -